- πομπέων
- πομπεύςone who attendsmasc gen plπομπέω̆ν , πομπεύςone who attendsmasc gen plπομπήconductfem gen pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στεμματιαίον — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «δίκηλόν τι ἐν ἑορτῇ πομπέων δαίμονος» 2. (κατά τα Ανέκδ. Βεκκ.) «μίμημα σχεδίων, αἷς ἔπλευσαν οἱ Ἡρακλεῑδαι τὸν μεταξὺ τῶν Ῥίων τόπον». [ΕΤΥΜΟΛ. < στέμμα, ατος + κατάλ. ιαῖον (πρβλ. κερκιδ ιαῖον)] … Dictionary of Greek